- φιλοπόνως
- φιλόπονοςlaboriousadverbialφιλόπονοςlaboriousmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοπόνως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. φιλόπονος … Dictionary of Greek
люботрудно — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. φιλοπόνως) трудолюбиво, тщательно, прилежно, охотно;… … Словарь церковнославянского языка
PLUMATUM Babylonicum — apud Publ. Syrum, ubi de pavone ait, Plumato amictus aureo Babylonico, quibusdam idem est cum purpureo. Quia in Periplo Arrianus purpurae meminit, ex Apologo Babylonis urbe, ad Euphratis ostium. Et τὸν Βαβυλώνιον κόκκον laudat Philostratus, Ep.… … Hofmann J. Lexicon universale
ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων … Dictionary of Greek
φιλόπονος — η, ο / φιλόπονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόμοχθος, φίλεργος, εργατικός αρχ. 1. (για πράγμ. ή εγχείρημα) κοπιαστικός («νῦν δ ἐπειδὴ ὁ φιλοπονώτατος πόλεμος ἀναπέπαυται», Ξεν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπονον η φιλοπονία 3. φρ.… … Dictionary of Greek
ԱՇԽԱՏԱՍԻՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0258 Chronological Sequence: 5c, 6c, 10c, 11c, 12c մ. φιλόπονως studiose, accurate, sedulo, diligenter Իբր աշխատասէր. փութով պնդութեան. յօժարութեամբ. մտադիւր ջանիւ. անձանձիր. ... *Յորդորումն աշխատասիրաբար երկրագործին. Պիտ.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎԱՍՏԱԿԱՍԻՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0785 Chronological Sequence: 8c Տ. ԱՇԽԱՏԱՍԻՐԱԲԱՐ. φιλόπονως. *Որք բաստակասիրաբար աշխատին. Նիւս. երգ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)